Νικίας καὶ Ἀσκληπιόδωρος καὶ Πλεισταίνετος ὁ Φειδίου ἀδελφός, οἱ μὲν στρατηγοὺς ἔγραψαν νικῶντας, οἱ δὲ μάχας, οἱ δὲ ἥρωας. (Schon O. Müller de Phid. vita et operib., Commentt. Soc. Gotting. recent. Vol. VI. p. 126 Note m, und nach ihm O. Jahn, Archaeol. Aufss. S. 17 Notes und Brunn, K.G. II. S. 47 erklären ihn für identisch mit Panainos.) II. Andere Maler wesentlich dieses Zeitalters. Athen. Pauson. 1110. Aristoph. Acharn. 854. (Ol. 88. 3.) οὐδ ̓ αὖθις αὖ σε σκώψεται Παύσων ὁ παμπόνηρος. 1111. Aristoph. Thesmophor. 948. (Οl. 92. 2.) ὅταν ὄργια σεμνὰ θεαῖν ἱεραῖς ὥραις ἀνέχωμεν, ἅπερ καὶ Παύσων σέβεται. 1112. Aristoph. Plut. 602. (Ol. 97. 4.) Παύσωνα κάλει τὸν ξύσσιτον. (Schol. ὁ Παύσων δὲ ἐπὶ πενίᾳ κωμῳδεῖται ζωγράφος ὤν.) Aristot. Poët. 2 s. oben 1078. Aristot. Ρolit. VIII. 5. 7 s. oben 1079. 1113. Themist. Orat. XXXIV. 11. p. 41. πόσῳ πλείω τὰ Παύσωνος ἔργα τῶν Ζεύξιδος ἢ τῶν Ἀπελλοῦ; τίς οὖν οὐ προτιμᾷ πινάκιον ἓν ἐκείνοιν τοῖν ἀνδροῖν ἢ πᾶσαν ὁμοῦ τὴν Παύσωνος τέχνην ; 1114. Ps. Lucian. Demosth. encom. 24. Παύσωνι τῷ ζωγράφω φασὶν ἐκδοθῆναι γράψαι ἵππον ἀλινδούμενον· τὸν δέ γε γράψαι τρέχοντα καὶ πολὺν κονιορτὸν περὶ τὸν ἵππον· ὡς δ ̓ ἔτι γράφοντος ἐπιστῆναι τὸν ἐκδόντα, μέμφεσθαι, μὴ γὰρ τοῦτο προςτάξαι. τὸν οἶν Παύσωνα τοῦ πίνακος τὰ μετέωρα κάτω περιαγαγόντα τῷ παιδὶ τὴν γραφὴν ἐπιδεῖξαι κελεῦσαι, καὶ τὸν ἵππον ἔμπαλιν κείμενον ὀφθῆναι ἀλινδούμενον. 1115. Aelian. Var. hist. XIV. 15. καὶ γάρ τοι καὶ Παύσωνα τὸν ζωγράφον, ἐκλαβόντα παρά τινος γράψαι ἵππον ἀλινδούμενον, τόνδε γράψαι τρέχοντα. ἀγανακτοῦντος οὖν τοῦ τὸ πινάκιον ἐκδόντος ὡς παρὰ τὰς ὁμολογίας γράψαντος, ἀποκρίνασθαι τὸν ζωγράφον, ὅτι στρέψον τὸ πινάκιον, καὶ ὁ ἀλινδούμενος ἔστω σοι τρέχων. (Nochmals wiederholt bei Plut. de Pythiae orac. 5.) Euripides (der Tragiker, Ol. 75. 1 — 93. 3.) 1116. Suid. v. Εὐριπίδης, Μνησάρχου γέγονε δὲ τὰ πρῶτα ζω ... γράφος. 1117. Vita Eurip. in Vitar. scriptores Graeci minores (ed. Westerm. p. 134. 15.) φασὶ δ ̓ αὐτὸν καὶ ζωγράφον γενέσθαι καὶ δείκνυσθαι αὐτοῦ πινάκια ἐν Μεγάροις. Agatharchos, Eudemos' Sohn, von Samos. (Wegen der Chronologie s. Brunn, K.G. II. S. 51 f.) 1118. Harpocrat. und Suid. v. Ἀγάθαρχος· ὄνομα κύριον (τούτου μνημονεύει Δημοσθένης Harpocrat. s. 1125.)· ἦν δὲ ζωγράφος ἐπιφανής, Εὐδήμου υἱός, τὸ δὲ γένος Σάμιος. 1119. Olympiod. in comment. ined. in Phaed. ap. Bentley. op. phil. p. 349. (Lips.) γεγόνασι τινες αὐτοδίδακτοι, Ηράκλειτος ὁ Αἰγύπτιος γεωργός . . . Φήμιος, Αγάθαρχος ὁ γραφεύς. 1120. Vitruv. VII. praef. 10. namque primum Agatharchus Athenis, Aeschylo docente tragoediam, scenam fecit et de ea commentarium reliquit. (Aischylos † Ol. 81. 1.) 1121. Plut. Pericl. 13. Καίτοι γε φασιν Ἀγαθάρχου τοῦ ζωγρά φου μέγα φρονοῦντος ἐπὶ τῷ ταχὺ καὶ ῥᾳδίως τὰ ζῷα ποιεῖν, ἀκούσαντα τὸν Ζεῦξιν εἰπεῖν· ἐγὼ δ ̓ ἐν πολλῷ χρόνῳ. ἡ γὰρ ἐν τῷ ποιεῖν εὐχέρεια καὶ ταχύτης οὐκ ἐντίθησι βάρος ἔργῳ μόνιμον, οὐδὲ κάλλους ἀκρίβειαν· ὁ δ ̓ εἰς τὴν γένεσιν τῷ πόρῳ προδανισθεὶς χρόνος ἐν τῇ σωτηρίᾳ τοῦ γενομένου τὴν ἰσχὺν ἀποδίδωσιν. 1122. Plut. de Amicor. multitud. 5. ὥςπερ οὖν ὁ Ζεῦξις, αἰτιωμένων αὐτόν τινων ὅτι ζωγραφεῖ βραδέως, ὁμολογῶ, εἶπεν, ἐν πολλῷ χρόνῳ γράφειν, καὶ γὰρ εἰς πολύν. 1123. Plut. Alcibiad. 16. πάντα τἆλλα συγχωρεῖν ἐποίει (Alkibiades) και φέρειν μετρίως τοὺς Ἀθηναίους, ἀεὶ τὰ πραότατα τῶν ὀνομάτων τοῖς ἁμαρτήμασι τιθεμένους, παιδιὰς καὶ φιλανθρωπίας. οἷον ἦν καὶ τὸ Ἀγάθαρχον τὸν ζωγράφον εἶρξαι, εἶτα γράψαντα τὴν οἰκίαν ἀφεῖναι δωρησάμενον. 1124. Andoc. c. Alcibiad. 17. (ed. Bekker.) (Ἀλκιβιάδης) εἰς τοσοῦ τον ἐλήλυθε τόλμης, ὥςτε πείσας Ἀγάθαρχον τὸν γραφέα συνειςελθεῖν οἴκαδε τὴν οἰκίαν ἐπηνάγκασε γράφειν, δεομένου δὲ καὶ προφάσεις ἀληθεῖς λέγοντος, ὡς οὐκ ἂν δύναιτο ταῦτα πράττειν ἤδη διὰ τὸ συγγραφὰς ἔχειν παρ ̓ ἑτέρων, προεῖπεν αὐτῷ δήσειν, εἰ μὴ πάνυ 5 ταχέως γράφοι· ὅπερ ἐποίησε. καὶ οὐ πρότερον ἀπηλλάγη πρὶν ἀποδρὰς ᾤχετο τετάρτῳ μηνί, τοὺς φύλακας λαθών, ὥςπερ παρὰ βασιλέως. οὕτω δ ̓ ἀναίσχυντός ἐστιν, ὥςτε προελθὼν ἐνεκάλει αὐτῷ ὡς ἀδικούμενος καὶ οὐχ ὧν ἐβιάσατο μετέμελεν αὐτῷ, ἀλλ ̓ ὅτι κατέλιπε τὸ ἔργον ἠπείλει, καὶ οὔτε τῆς δημοκρατίας οὔτε τῆς ἐλευθερίας οὐδὲν 10 ἦν ὄφελος. οὐδὲν γὰρ ἧττον ἐδεδοίκει τῶν ὁμολογουμένων δούλων. (Etwa Ol. 88.) 1125. Demosth. c. Midiam 147. εἶρξεν (Alkibiades) Αγάθαρχον τὸν γραφέα· καὶ γὰρ ταῦτα λέγουσιν. (Schol. ζωγράφος οὗτος ὢν ἐφωράθη συνὼν τῇ παλλακίδι τοῦ ̓Αλκιβιάδου, ὃν λαβὼν καθεῖρξε, καὶ κατὰ τοῦτο ἥμαρτε μὴ παραδοὺς τοῖς νόμοις, ἀνεσιώπησε δὲ τὸ ἁμάρτημα ὡς μικρόν κτλ.) (Ueber die Skenographie vgl. Voelkels Archaeol. Nachlass S. 103 f.) Athenische Gemälde vielleicht dieser Periode. 1126. Pausan. I. 20. 3. τοῦ Διονύσου δέ ἐστι πρὸς τῷ θεάτρῳ τὸ ἀρχαιότατον ἱερόν· δύο δέ εἰσιν ἐντὸς τοῦ περιβόλου ναοὶ καὶ Διόνυσοι, ὅ τε Ἐλευθερεὺς καὶ ὃν Αλκαμένης ἐποίησεν ἐλέφαντος καὶ χρυσοῦ (819). γραφαὶ δὲ αὐτόθι Νο. 1. Διόνυσός ἐστιν ἀνάγων Ἡφαιστον ἐς οὐρανόν. λέγεται δὲ 5 καὶ τάδε ὑπὸ Ἑλλήνων, ὡς Ἥρα ῥίψαι γενόμενον Ηφαιστον, ὁ δέ οἱ μνησικακῶν πέμψαι δῶρον χρυσοῦν θρόνον ἀφανεῖς δεσμοὺς ἔχοντα· καὶ τὴν μέν ἐπεί τε ἐκαθέζετο δεδέσθαι, θεῶν δὲ τῶν μὲν ἄλλων οὐδενὶ τὸν Ἡφαιστον ἐθέλειν πείθεσθαι, Διόνυσος δέ, μάλιστα γὰρ ἐς τοῦτον πιστὰ ἦν Ηφαίστῳ, μεθύσας αὐτὸν ἐς οὐρανὸν ἤγαγε. ταῦτά τε 10 δὴ γεγραμμένα εἰσί, No. 2 und 3. καὶ Πενθεὺς καὶ Λυκοῦργος ὧν ἐς Διόνυσον ὕβρισαν διδόντες δίκας, Νο. 4. Αριάδνη δὲ καθεύδουσα καὶ Θησεὺς ἀναγόμενος καὶ Διόνυσος ἥκων ἐς τῆς Ἀριάδνης τὴν ἁρπαγήν. Thasos. Aristophon, Polygnotos' Bruder. Plat. Gorg. p. 448 B. s. oben 1046. 1127. Plin. N. H. XXXV. 138. hactenus indicatis proceribus in utroque genere non silebuntur et primis proxumi . . . Aristophon (laudatur) No. 1. Ancaeo volnerato ab apro cum socia doloris Astypale. No. 2. numerosaque tabula in qua sunt Priamus, Helena, Credulitas, Ulixes, Deiphobus, Dolus. (Zu No. 1. vgl. Jahn, Berichte der k. s. Ges. d. Wiss. 1848 S. 127, zu No. 2. denselben Arch. Ztg. 1847 S. 127.) 1128. Plut. de Audiend. poét. 3. Νο. 3. τὸν Ἀριστοφῶντος Φιλοκτήτην καὶ τὴν Σιλανίωνος Ιοκάστην ὁμοίως θνήσκουσι καὶ ἀποφθί νουσι πεποιημένους ὁρῶντες χαίρομεν. 1129. Plut. Quaest. conviv. V. 1. 2. ἀνθρώπους μὲν γὰρ ἀποθνή σκοντας καὶ νοσοῦντας ἀναρῶς ὁρῶμεν· τὸν δὲ γεγραμμένον Φιλο 15 κτήτην καὶ τὴν πεπλασμένην Ιοκάστην, ἡδόμεθα καὶ θαυμά ζομεν. Plut. Alcibiad. 16 s. 1134. Anthol. Gr. III. 200. 27. (Planud. IV. 133.) s. unten unter Aglaophon d. j., Aristophons Sohn. (?) (Bei alteren Forschern von Aglaophon, dem Vater des Polygnotos, unterschieden und als dessen Enkel betrachtet, s. Böttiger, Archaeol. der Malerei S. 268 f., Sillig, Catal. artif. v. Aglaophon, ist derselbe von Brunn, K.G. II. S. 13 f. und 54 nach Völkels Vorgange, Arch. Nachlass 8. 113 f., theils mit dem älteren Aglaophon, theils mit Aristophon zusammengeworfen worden, wogegen sich mit Recht Bursian in Fleckeisens Jahrbb. LXXIII. S. 517 erklärt hat.) 1130. Plin. N. H. XXXV. 60. nonagesima autem olympiade fuere Aglaophon, Cephisodorus, Erillus, Euenor pater Parrhasii et praeceptor maxumi pictoris de quo suis annis dicemus, omnes iam inlustres, non tamen in quibus haerere expositio debeat festinans ad lumina artis cet. 1131. Cic. de Orat. III. 7. 26. una est ars ratioque picturae, dissimillimique tamen inter se Zeuxis Aglaophon Apelles; neque eorum quisquam est cui quidquam in arte sua deesse videatur. (Vgl. 614. vom älteren Aglaophon.) Gregor. Nazianz. Orat. 34. p. 555 A. s. oben 805. ων 1132. Athen. XII. 534 D. (aus Satyros): ἀφικόμενος δ' Αλκιβιάδης) Ἀθήνησιν ἐξ Ὀλυμπίας δύο πίνακας ἀνέθηκεν Αγλαοφώντος γραφήν. ὧν ὁ μὲν εἶχεν Ὀλυμπιάδα καὶ Πυθιάδα στεφανούσας αὐτόν, ἐν δὲ θατέρῳ Νεμέα ἦν καθημένη καὶ ἐπὶ τῶν γονάτων αὐτῆς Ἀλκιβιάδης καλλίων φαινόμενος τῶν γυναικείων προςώπων. (Alkibiades siegte um Ol. 90 oder 91, s. Corsini, Dissertt. agonist. p. 162.) 1133. Pausan. I. 22. 6. γραφαὶ δέ εἰσι καὶ ἄλλαι (in der Pinakothek der Propylaeen) καὶ Ἀλκιβιάδης· 7. ἵππων δέ οἱ νίκης τῆς ἐν Νεμέα ἐστὶ σημεῖα ἐν τῇ γραφῇ. 1134. Plut. Alcibiad. 16. Αριστοφῶντος δὲ Νεμέαν γράψαντος, ἐν ταῖς ἀγκάλαις αὑτῆς καθήμενον Ἀλκιβιάδην ἔχουσαν, ἐθεῶντο καὶ συνέτρεχον χαίροντες· οἱ δὲ πρεσβύτεροι καὶ τούτοις ἐδυςχέραινον, ὡς τυραννικοῖς καὶ παρανόμοις. 1135. Aelian. Nat. anim. epil. καὶ γραφικοὶ δὲ ἄνδρες, μέγα αὐτοὺς φρονεῖν ἀνέπειθεν ἢ ἵππος γραφεὶς κάλλιστα, ὡς Ἀγλαοφώντα, νεβρός, ὡς Ἀπελλῆν, ἢ τὸ πλασθὲν βοΐδιον, ὡς Μύρωνα, ἢ ἄλλο τι. (Wegen Neseus von Thasos s. unten unter Zeuxis, wegen Nikanor und Arkesilaos von Paros s. 1072, wegen Timagoras von Chalkis 1098.) Dionysios von Kolophon. Aristot. Poët. 2 s. oben 1078. Aelian. Var. Hist. IV. 3 s. oben 1076. Anthol. Gr. I. 74. 78 (84) s. oben 1087. 1136. Plut. Timol. 36. ἡ Ἀντιμάχου ποίησις καὶ τὰ Διονυσίου ζωγρα φήματα τῶν Κολοφωνίων ἰσχὺν ἔχοντα καὶ τόνον ἐκβεβιασμένοις καὶ καταπόνοις ἔοικε· ταῖς δὲ Νικομάχου γραφαῖς καὶ τοῖς Ὁμήρου στί χοις μετὰ τῆς ἄλλης δυνάμεως καὶ χάριτος πρόςεστιν τὸ δοκεῖν εὐχερῶς καὶ ῥᾳδίως ἀπειργάσθαι. Fronto ad Verum 1. (p. 124 ed. Mai. 1846) s. unten unter Parrhasios. (Wegen Plin. N. H. XXXV. 113: hic (Serapion) scenas optume pinxit, sed hominem pingere non potuit, contra Dionysius nihil aliud quam homines pinxit ob id anthropographos cognominatus vgl. Jahn, Die Gemälde des Polygnot zu Delphi S. 67, aber s. Brunn, K.G. II. S. 49 Note 1, der den hier genannten Dionysios von dem alten unterscheidet und mit dem auch Plin. N. H. XXXV. 148 genannten aus Varros Zeit identificirt.) (Wegen Euenor, Parrhasios' Vater und Lehrer s. 1130. und unten unter Parrhasios, wegen Onasias, Kephisodoros und Erillos von unbekanntem Vaterlande s. oben 1059. B. und 1130.) |